Μια φορά κι ένα καιρό ένας χωρικός σηκώνεται πρωί πρωί να αρμέξει την αγελάδα του
Πάει στο στάβλο και τη βρίσκει νεκρή.
Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη. Η την αγελάδα αυτή την είχε χρόνια και ήταν σαν παιδί του. Πάνω στην απελπισία του κρεμάστηκε.
Πάει η γυναίκα του στο στάβλο, βρίσκει την αγελάδα νεκρή και τον άνδρα της κρεμασμένο και πάνω στην απελπισία της κρεμάστηκε και αυτή.
Πάει ο γιος στο στάβλο, βλέπει το θέαμα και αποφασίζει να πάει να πέσει στον ποτάμι να πνιγεί. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του ένα χέρι τον βγάζει από το νερό. Ήταν μια γυναίκα πανέμορφη. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα.
«Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με ικανοποιήσεις 5 φορές θα αναστήσω τους γονείς σου και την αγελάδα.»
Τη βάζει κάτω ο νεαρός… μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές αλλά στην 5η τα ‘φτύσε.
«Καταραμένε, άντε πνίξου» του λέει και τον πνίγει στο ποτάμι.
Πάει στο στάβλο και ο δεύτερος αδελφός, βλέπει κι αυτός το θέαμα και πάει να πέσει στο ποτάμι να πνιγεί όταν η νεράιδα τον σώζει και αυτόν:
«Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με ικανοποιήσεις 10 φορές θα αναστήσω τους γονείς σου, τον αδελφό σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κι αυτός κάτω αλλά την 10η τα ‘φτύσε.
«Καταραμένε, άντε πνίξου κι εσύ» του λέει και τον πνίγει στο ποτάμι.
Πάει και ο τρίτος αδελφός, βλέπει τι συνέβη και πάει κι αυτός να πνιγεί. Πάλι η νεράιδα τον σώζει.
«Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με ικανοποιήσεις 20 φορές θα αναστήσω τους γονείς σου, τα αδέλφια σου και την αγελάδα.
«Μόνο 20 θες; Εγώ σε ικανοποιώ και 40» της λέει ο τρίτος αδερφός.
Αρχίζει, λοιπόν 1..2..5..20..25 και ξαφνικά σταματάει και της λέει:
«Δε φαντάζομαι μετά το τριακοστό να πεθάνεις κι εσύ όπως η αγελάδα…»
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου