Η «κομπορρημοσύνη» είναι μια σπάνια ελληνική λέξη που περιγράφει την υπερβολική ή αλαζονική αυτοπροβολή, συνήθως χωρίς αντίκρισμα.
Ο όρος χρησιμοποιείται για να εκφράσει την τάση κάποιου να καυχιέται συνεχώς για τα επιτεύγματά του ή για ιδιότητες που μπορεί να μην διαθέτει καν σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κομπορρημονώ», το οποίο σημαίνει “καυχιέμαι” ή “περιφέρω τα επιτεύγματά μου με αλαζονεία”.
Παραδείγματα χρήσης της λέξης κομπορρημοσύνη
1 Στην καθημερινή επικοινωνία:
- «Η συνεχής κομπορρημοσύνη του για την επιτυχία του στην επιχείρηση άρχισε να κουράζει τους συναδέλφους του.»
- Στο παράδειγμα αυτό, γίνεται σαφές ότι η συμπεριφορά του ατόμου που κομπάζει ενοχλεί το περιβάλλον του.
2 Στην πολιτική ή κοινωνική σάτιρα:
- «Οι πολιτικοί συχνά πέφτουν στην παγίδα της κομπορρημοσύνης, παρουσιάζοντας τα επιτεύγματά τους με υπερβολή για να εντυπωσιάσουν το κοινό.»
- Εδώ, η κομπορρημοσύνη χρησιμοποιείται για να περιγράψει υπερβολικές δηλώσεις πολιτικών προσώπων.
3 Σε λογοτεχνικό κείμενο:
- «Η κομπορρημοσύνη του πρωταγωνιστή ναυάγησε όταν ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια των πράξεών του.»
- Η φράση αναδεικνύει την υπερβολική αυτοπεποίθηση ενός χαρακτήρα που καταλήγει να τον εκθέσει.
Η κομπορρημοσύνη συνδέεται στενά με την αλαζονεία και την τάση για αυτοπροβολή, και χρησιμοποιείται κυρίως για να εκφράσει αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε αυτή τη συμπεριφορά.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου